- ακριβαγόραστος
- -η, -ο [ακριβαγοράζω]1. αυτός που αγοράστηκε σε υψηλή τιμή2. πολύτιμος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακριβαγόραστος — η, ο αυτός που αγοράστηκε ακριβά: Το ακριβαγόραστο πράμα δεν είναι πάντα και το καλό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακριβαγοράζω — 1. αγοράζω κάτι ακριβά, σε υψηλή τιμή 2. αποκτώ κάτι με μεγάλο ή με οδυνηρό αντάλλαγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. ακριβά + αγοράζω. ΠΑΡ. ακριβαγόραστος] … Dictionary of Greek